κολύμβατος

κολύμβατος
κολύμβ-ατος, , a plant, Gp.2.4.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολύμβατος — κολύμβατος, ἡ (Μ) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κολύμφατος] …   Dictionary of Greek

  • κολύμβατος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμφατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”